„χωροδεσπότης“: αρσενικό χωροδεσπότης [xoroðesˈpotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lehnsherr Lehnsherrαρσενικό | Maskulinum, männlich m χωροδεσπότης ιστορία | Geschichteιστ χωροδεσπότης ιστορία | Geschichteιστ