„χωριστός“ χωριστός [xorisˈtos], χωριστή, χωριστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einzeln, Einzel-, getrennt, separat, gesondert einzeln, Einzel- χωριστός ξεχωριστός χωριστός ξεχωριστός getrennt χωριστός όχι μαζί χωριστός όχι μαζί separat χωριστός μεμονωμένος χωριστός μεμονωμένος gesondert χωριστός ιδιαίτερος χωριστός ιδιαίτερος