„χωριστά“: επίρρημα χωριστά [xorisˈta]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einzeln, getrennt einzeln χωριστά ξεχωριστά χωριστά ξεχωριστά getrennt χωριστά όχι μαζί χωριστά όχι μαζί