χωρισμένος
[xorizˈmenos], χωρισμένη, χωρισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- getrenntχωρισμένος όχι πια μαζίχωρισμένος όχι πια μαζί
- geschiedenχωρισμένος με διαζύγιοχωρισμένος με διαζύγιο