„χωριάτισσα“: θηλυκό χωριάτισσα [xoˈrjatisa]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bäuerin Bäuerinθηλυκό | Femininum, weiblich f χωριάτισσα χωριάτισσα