χωνευτικός
[xoneftiˈkos], χωνευτική, χωνευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- leicht verdaulichχωνευτικός που χωνεύεται εύκολαχωνευτικός που χωνεύεται εύκολα
- verdauungsförderndχωνευτικός που διευκολύνει την πέψηχωνευτικός που διευκολύνει την πέψη