„χωνάκι“: ουδέτερο χωνάκι [xoˈnakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Waffel (Eis-)Waffelθηλυκό | Femininum, weiblich f χωνάκι παγωτού χωνάκι παγωτού