„χωματόδρομος“: αρσενικό χωματόδρομος [xomaˈtoðromos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feldweg Feldwegαρσενικό | Maskulinum, männlich m χωματόδρομος χωματόδρομος