χυτοσίδηρος
[çitoˈsiðiros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gusseisenουδέτερο | Neutrum, sächlich nχυτοσίδηροςχυτοσίδηρος
examples
- από χυτοσίδηροgusseisern, aus Gusseisen