„χτυπητήρι“: ουδέτερο χτυπητήρι [xtipiˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schneebesen Schneebesenαρσενικό | Maskulinum, männlich m χτυπητήρι χτυπητήρι