χρόνιος
[ˈxronios], χρόνια, χρόνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- langwierigχρόνιοςχρόνιος
- chronischχρόνιος ιατρική | Medizinιατρχρόνιος ιατρική | Medizinιατρ