„χρωμόσωμα“: ουδέτερο χρωμόσωμα [xroˈmosoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Chromosom Chromosomουδέτερο | Neutrum, sächlich n χρωμόσωμα χρωμόσωμα