χρωματίζω
[xromaˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- färben, bemalen, kolorierenχρωματίζω βάφωχρωματίζω βάφω
- χρωματίζω διήγηση, ιστορία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ