χρυσόψαρο
[xriˈsopsaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Goldfischαρσενικό | Maskulinum, männlich mχρυσόψαροχρυσόψαρο
examples
- έχει μνήμη χρυσόψαρου οικείο | umgangssprachlichοικer/sie hat ein Gedächtnis wie ein Sieb