„χρυσόκολλα“: θηλυκό χρυσόκολλα [xriˈsokola]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Goldblättchen Goldblättchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n χρυσόκολλα χρυσόκολλα