„χρυσωρυχείο“: ουδέτερο χρυσωρυχείο [xrisoriˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Goldgrube, Goldmine Goldgrubeθηλυκό | Femininum, weiblich f χρυσωρυχείο Goldmineθηλυκό | Femininum, weiblich f χρυσωρυχείο χρυσωρυχείο