„χρονομέτρηση“: θηλυκό χρονομέτρηση [xronoˈmetrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zeitmessung Zeitmessungθηλυκό | Femininum, weiblich f χρονομέτρηση χρονομέτρηση