χρονολογία
[xronoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zeitrechnungθηλυκό | Femininum, weiblich fχρονολογία χρονολόγησηχρονολογία χρονολόγηση
- Datumουδέτερο | Neutrum, sächlich nχρονολογία χρονική στιγμήχρονολογία χρονική στιγμή
- Chronologieθηλυκό | Femininum, weiblich fχρονολογία επιστήμηχρονολογία επιστήμη