„χρονιά“: θηλυκό χρονιά [xroˈɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Jahr, Jahrgang Jahrουδέτερο | Neutrum, sächlich n χρονιά χρονιά Jahrgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m χρονιά κρασί χρονιά κρασί examples καλή χρονιά! prost Neujahr! καλή χρονιά!