„χριστιανός“: αρσενικό χριστιανός [xristjaˈnos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Christ Christαρσενικό | Maskulinum, männlich m χριστιανός χριστιανός examples χριστιανέ μου! οικείο | umgangssprachlichοικ Menschenskind! χριστιανέ μου! οικείο | umgangssprachlichοικ