χρησιμοποιήσιμος
[xrisimopiˈisimos], χρησιμοποιήσιμη, χρησιμοποιήσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verwertbarχρησιμοποιήσιμοςχρησιμοποιήσιμος
Thank you for your feedback!