χρηματιστήριο
[xrimatisˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Börseθηλυκό | Femininum, weiblich fχρηματιστήριο οικονομία | Wirtschaftοικονχρηματιστήριο οικονομία | Wirtschaftοικον
examples
- χρηματιστήριο μετοχώνAktienbörseθηλυκό | Femininum, weiblich f