„χρεώστης“: αρσενικό χρεώστης [xreˈostis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schuldner Schuldnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f χρεώστης οικονομία | Wirtschaftοικον χρεώστης οικονομία | Wirtschaftοικον