„χρεώσιμος“ χρεώσιμος [xreˈosimos], χρεώσιμη, χρεώσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gebührenpflichtig gebührenpflichtig χρεώσιμος χρεώσιμος