χρεωκοπώ
[xreokoˈpo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bankrott machen, pleitegehenχρεωκοπώ οικονομία | Wirtschaftοικονχρεωκοπώ οικονομία | Wirtschaftοικον
- scheiternχρεωκοπώ αποτυγχάνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχρεωκοπώ αποτυγχάνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ