χούφτα
[ˈxufta]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Handflächeθηλυκό | Femininum, weiblich fχούφτα εσωτερικό μέρος της παλάμηςHandtellerαρσενικό | Maskulinum, männlich mχούφτα εσωτερικό μέρος της παλάμηςχούφτα εσωτερικό μέρος της παλάμης
- Handvollθηλυκό | Femininum, weiblich fχούφτα ποσότηταχούφτα ποσότητα