χορτοφαγικός
[xortofajiˈkos], χορτοφαγική, χορτοφαγικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vegetarischχορτοφαγικόςχορτοφαγικός
- grasfressendχορτοφαγικός ζώοχορτοφαγικός ζώο