„χορταρικά“: πληθυντικός ουδετέρου χορταρικά [xortariˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gemüse Gemüseουδέτερο | Neutrum, sächlich n χορταρικά χορταρικά