„χοροπήδημα“: ουδέτερο χοροπήδημα [xoroˈpiðima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hüpfen Hüpfenουδέτερο | Neutrum, sächlich n χοροπήδημα χοροπήδημα