„χορογραφικός“ χορογραφικός [xoroɣrafiˈkos], χορογραφική, χορογραφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) choreografisch choreografisch χορογραφικός χορογραφικός