χορηγούμενος
[xoriˈɣumenos], χορηγούμενη, χορηγούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ausgestellt, erteilt, gewährtχορηγούμενοςχορηγούμενος
Thank you for your feedback!