χορήγηση
[xoˈrijisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bezuschussungθηλυκό | Femininum, weiblich fχορήγησηχορήγηση
- Zuwendungθηλυκό | Femininum, weiblich fχορήγηση δωρεάLeistungθηλυκό | Femininum, weiblich fχορήγηση δωρεάχορήγηση δωρεά
- Gewährungθηλυκό | Femininum, weiblich fχορήγηση ασύλου, δανείου, υποτροφίαςχορήγηση ασύλου, δανείου, υποτροφίας
- Einräumungθηλυκό | Femininum, weiblich fχορήγηση δανείου, πιστώσεως, δικαιωμάτωνχορήγηση δανείου, πιστώσεως, δικαιωμάτων
- Ausstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fχορήγηση πιστοποιητικούχορήγηση πιστοποιητικού