χοντροκόκκαλος
[xondroˈkokalos], χοντροκόκκαλη, χοντροκόκκαλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- grobknochigχοντροκόκκαλοςχοντροκόκκαλος
Thank you for your feedback!