„χοντράνθρωπος“: αρσενικό χοντράνθρωπος [xonˈdranθropos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Flegel, Grobian Flegelαρσενικό | Maskulinum, männlich m χοντράνθρωπος Grobianαρσενικό | Maskulinum, männlich m χοντράνθρωπος χοντράνθρωπος