χολερικός
[xoleriˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, χολερική, χολερικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- cholerischχολερικόςχολερικός
χολερικός
[xoleriˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Cholerikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fχολερικόςχολερικός