„χοιρόδερμα“: ουδέτερο χοιρόδερμα [çiˈroðerma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schweinsleder Schweinslederουδέτερο | Neutrum, sächlich n χοιρόδερμα χοιρόδερμα