„χοιροτροφία“: θηλυκό χοιροτροφία [çirotroˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schweinezucht Schweinezuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f χοιροτροφία χοιροτροφία