χοιρινός
[çiriˈnos], χοιρινή, χοιρινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schweine-, Schweins-χοιρινόςχοιρινός
examples
- χοιρινή κοτολέταθηλυκό | Femininum, weiblich fSchweineschnitzelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- χοιρινό (κρέας)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchweinefleischουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples