χλωροφύλλη
[xloroˈfili]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Chlorophyllουδέτερο | Neutrum, sächlich nχλωροφύλληBlattgrünουδέτερο | Neutrum, sächlich nχλωροφύλληχλωροφύλλη