„χλωροφόρμιο“: ουδέτερο χλωροφόρμιο [xloroˈformio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Chloroform Chloroformουδέτερο | Neutrum, sächlich n χλωροφόρμιο χλωροφόρμιο