„χλιμιντρίζω“: αμετάβατο ρήμα χλιμιντρίζω [xliminˈdrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wiehern wiehern χλιμιντρίζω χλιμιντρίζω