„χλευαστικός“ χλευαστικός [xlevastiˈkos], χλευαστική, χλευαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) höhnisch, spöttisch höhnisch, spöttisch χλευαστικός χλευαστικός