„χιονόπτωση“: θηλυκό χιονόπτωση [çoˈnoptosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schneefall examples συνήθως | meistσνθ χιονοπτώσεις Schneefallαρσενικό | Maskulinum, männlich m συνήθως | meistσνθ χιονοπτώσεις