χιονισμένος
[çonizˈmenos], χιονισμένη, χιονισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verschneitχιονισμένοςχιονισμένος
- schneebedecktχιονισμένος γεμάτος χιόνιχιονισμένος γεμάτος χιόνι
examples
- χιονισμένο τοπίοουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchneelandschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f