„χιονάνθρωπος“: αρσενικό χιονάνθρωπος [çoˈnanθropos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schneemann Schneemannαρσενικό | Maskulinum, männlich m χιονάνθρωπος χιονάνθρωπος