„χιλιοστός“ χιλιοστός [çiʎosˈtos], χιλιοστή, χιλιοστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) tausendste tausendste(r, s) χιλιοστός χιλιοστός