χιλιοστό
[çiʎosˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Millimeterαρσενικό | Maskulinum, männlich mχιλιοστόχιλιοστό
- Tausendstelουδέτερο | Neutrum, sächlich nχιλιοστό χιλιοστημόριοχιλιοστό χιλιοστημόριο