χειρούργος
[çiˈrurɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Chirurgαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fχειρούργοςχειρούργος
examples
- χειρούργος εγκεφάλουGehirnchirurgαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χειρούργος της στοματικής κοιλότηταςKieferchirurgαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f