χειροτονία
[çirotoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Priesterweiheθηλυκό | Femininum, weiblich fχειροτονία θρησκεία | Religionθρησκχειροτονία θρησκεία | Religionθρησκ