„χειροπρακτική“: θηλυκό χειροπρακτική [çiropraktiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Chiropraktik Chiropraktikθηλυκό | Femininum, weiblich f χειροπρακτική χειροπρακτική